- Ἴρας
- Ἴρᾱς , Ἴρηfem acc pl (doric)Ἴρᾱς , Ἴρηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱράς — Ἱρά̱ς , Ἱρή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱράς — ἱρά̱ς , ἱερός filled with fem acc pl (epic ionic) ἱρά̱ς , ἱρός filled with fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek